συμφοίτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμφοίτηση | οι | συμφοιτήσεις |
γενική | της | συμφοίτησης* | των | συμφοιτήσεων |
αιτιατική | τη | συμφοίτηση | τις | συμφοιτήσεις |
κλητική | συμφοίτηση | συμφοιτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφοιτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμφοίτηση < αρχαία ελληνική συμφοίτησις < συμφοιτάω. Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + φοίτηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμφοίτηση[1] θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμφοιτώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμφοίτηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συμφοίτηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)