Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλφίδα οι συλφίδες
      γενική της συλφίδας των συλφίδων
    αιτιατική τη συλφίδα τις συλφίδες
     κλητική συλφίδα συλφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλφίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συλφίς από την αιτιατική ενικού «τὴν συλφίδα» (μαρτυρείται από το 1867) Συλφίς [1] < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική sylphide[2] < sylphe (σύλφη) + -ide < περισσότερα στη νεολατινική sylphus [3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /silˈfi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐φί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συλφίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 944, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. συλφίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. σύλφη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.