καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συλφίς αἱ συλφίδες
      γενική τῆς συλφίδος τῶν συλφίδων
      δοτική τῇ συλφίδι ταῖς συλφίσι(ν)
    αιτιατική τὴν συλφίδα τὰς συλφίδας
     κλητική ! συλφίς* συλφίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλφίς (μαρτυρείται από το 1867) Συλφίς [1] < → και δείτε τη λέξη συλφίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλφίς, -ίδος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 944, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου