sylphus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sylphus: απαντά σε ελάχιστες λατινικές επιγραφές· αναβίωσε από το Παράκελσο (1493‑1541) < πιθανόν συμφυρμός: λατινική silva (δάσος) / sylva + αρχαία ελληνική νύμφη. Κατ' άλλη εκδοχή, είναι λέξη κελτικής προέλευσης. [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
sylphus (la) θηλυκό
- (νεολατινικά) η σύλφη
Απόγονοι επεξεργασία
sylphus (νεολατινικά)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σύλφη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.