σύλφη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύλφα | οι | σύλφες |
γενική | της | σύλφας | των | (συλφών) |
αιτιατική | τη | σύλφα | τις | σύλφες |
κλητική | σύλφα | σύλφες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύλφη < (λόγιο δάνειο) γαλλική sylphe < νεολατινική sylphus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsil.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύλ‐φη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύλφη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)