Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sylphide sylphides

  Ετυμολογία επεξεργασία

sylphide < sylph(e) + -ide < νεολατινική sylphus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sylphide (fr) θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία