sylphide
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sylphide | sylphides |
Ετυμολογία
επεξεργασία- sylphide < sylph(e) + -ide < νεολατινική sylphus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsylphide (fr) θηλυκό
- η συλφίδα
Πηγές
επεξεργασία- sylphide - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sylphide - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online