συλλυπητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συλλυπητήριος < συλλυπούμαι + -τήριος < αρχαία ελληνική συλλυπέω < σύν + λύπη
Επίθετο
επεξεργασία
συλλυπητήριος, -α, -ο
- (λόγιο) που έχει σχέση με συλλυπητήρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα εκφράζει
- (ουσιαστικοποιημένο) συλλυπητήρια
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συλλυπητήριος