συλλυπητήρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συλλυπητήρια | ||
γενική | των | συλλυπητηρίων | ||
αιτιατική | τα | συλλυπητήρια | ||
κλητική | συλλυπητήρια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συλλυπητήρια: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συλλυπητήριος στον πληθυντικό (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική condoléances (πληθυντικός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.li.piˈti.ri.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λυ‐πη‐τή‐ρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλυπητήρια ουδέτερο στον πληθυντικό
- έκφραση που λέγεται προς κάποιον που πενθεί τον πρόσφατο θάνατο οικείου, αγαπημένου προσώπου
- ※ H σκέψη όλων μας βρίσκεται στο πλευρό των οικογενειών των θυμάτων του ακραίου καιρικού φαινομένου στη Χαλκιδική, στις οποίες εκφράζουμε τα πιο θερμά συλλυπητήρια και τη βαθύτατη θλίψη μας. (* εφημερίδα Το Βήμα, 11.07.2019])
- ≠ αντώνυμα: συγχαρητήρια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συλλυπητήρια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυλλυπητήρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συλλυπητήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συλλυπητήριο) του συλλυπητήριος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλυπητήρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας