↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατοκράτης οι στρατοκράτες
      γενική του στρατοκράτη των στρατοκρατών
    αιτιατική τον στρατοκράτη τους στρατοκράτες
     κλητική στρατοκράτη στρατοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκράτης (μαρτυρείται από το 1889)[1]< (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική στρατοκράτης (στρατάρχης)[2][3]. Μορφολογικά αναλύεται σε στρατο- + -κράτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατοκράτης αρσενικό

  1. (λόγιο) ένθερμος υποστηρικτής της στρατοκρατίας
  2. (λόγιο) άτομο που κυβερνά με τη βοήθεια του στρατού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 933, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. στρατοκράτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στρατοκράτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)