μιλιταριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιλιταριστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική militarisme < militaire < λατινική militaris (στρατιωτικός) < miles (στρατιώτης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιλιταριστής αρσενικό
- οπαδός του μιλιταρισμού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μιλιταριστής