Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιλιταρισμός οι μιλιταρισμοί
      γενική του μιλιταρισμού των μιλιταρισμών
    αιτιατική τον μιλιταρισμό τους μιλιταρισμούς
     κλητική μιλιταρισμέ μιλιταρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιλιταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική militarisme[1] < λατινικά militaris < miles

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιλιταρισμός αρσενικό

  1. η διακυβέρνηση της χώρας από στρατιωτικούς, είτε απ' ευθείας είτε παρασκηνιακά
  2. η παρέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα
  3. η επικράτηση νοοτροπίας και σκέψης που έχει μεγάλη σχέση με το στρατό και τα στρατιωτικά πράγματα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία