Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκρατούμαι (μαρτυρείται από το 1847)[1]< στρατο(κρατία) + κρατούμαι (< στρατός + κράτος)

στρατοκρατούμαι , πρτ.: στρατοκρατούμουν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 933, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου