στρατοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατοκρατούμαι (μαρτυρείται από το 1847)[1]< στρατο(κρατία) + κρατούμαι (< στρατός + κράτος)
Ρήμα
επεξεργασίαστρατοκρατούμαι , πρτ.: στρατοκρατούμουν
- (αμετάβατο, λόγιο) (για χώρα ή περιοχή) η διακυβέρνηση γίνεται από τους στρατιωτικούς
Συγγενικά
επεξεργασία- στρατοκράτης
- στρατοκρατία
- στρατοκρατικός
- στρατοκρατούμενος
- → και δείτε τις λέξεις στρατός και κράτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατοκρατούμαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 933, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- στρατοκρατούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατοκρατείται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)