στρατοκρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατοκρατικός < στρατοκρατία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
στρατοκρατικός, -ή, -ό
- αυτός που επιθυμεί την στρατοκρατία ως πολιτικό σύστημα
- οτιδήποτε αφορά ή σχετίζεται με στρατοκρατία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατοκρατικός
|