↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρατοκρατία οι στρατοκρατίες
      γενική της στρατοκρατίας των στρατοκρατιών
    αιτιατική τη στρατοκρατία τις στρατοκρατίες
     κλητική στρατοκρατία στρατοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκρατία (μαρτυρείται από το 1849)[1]< στρατοκρατούμαι < αρχαία ελληνική στρατός + αρχαία ελληνική κρατέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατοκρατία θηλυκό

  1. η παρασκηνιακή ή ολοκληρωτική διακυβέρνηση μιας χώρας από στρατιωτικούς
    Τας πρώτας πρωινάς ώράς της 21ης Απριλίου 1967 μία ολιγομελής ομάς αξιωματικών κατέλυσε το κοινοβουλευτικόν καθεστώς της Ελλάδος εγκαθιδρύζουσα στρατοκρατίαν.
  2. η επικράτηση στρατιωτικών τρόπων σκέψης, νοοτροπίας και στόχων στην πολιτικοκοινωνική ζωή μιας χώρας

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 933-934, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου