στρατοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατοκρατούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος στρατοκρατούμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stra.to.kɾaˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐το‐κρα‐τού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαστρατοκρατούμενος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατοκρατούμενος
|