↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατοκρατούμενος η στρατοκρατούμενη το στρατοκρατούμενο
      γενική του στρατοκρατούμενου της στρατοκρατούμενης του στρατοκρατούμενου
    αιτιατική τον στρατοκρατούμενο τη στρατοκρατούμενη το στρατοκρατούμενο
     κλητική στρατοκρατούμενε στρατοκρατούμενη στρατοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατοκρατούμενοι οι στρατοκρατούμενες τα στρατοκρατούμενα
      γενική των στρατοκρατούμενων των στρατοκρατούμενων των στρατοκρατούμενων
    αιτιατική τους στρατοκρατούμενους τις στρατοκρατούμενες τα στρατοκρατούμενα
     κλητική στρατοκρατούμενοι στρατοκρατούμενες στρατοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατοκρατούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος στρατοκρατούμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stra.to.kɾaˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐το‐κρα‐τού‐με‐νος

στρατοκρατούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία