↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβολαίμης η στραβολαίμα το στραβολαίμικο
      γενική του στραβολαίμη της στραβολαίμας του στραβολαίμικου
    αιτιατική τον στραβολαίμη τη στραβολαίμα το στραβολαίμικο
     κλητική στραβολαίμη στραβολαίμα στραβολαίμικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβολαίμηδες οι στραβολαίμες τα στραβολαίμικα
      γενική των στραβολαίμηδων των στραβολαίμικων
    αιτιατική τους στραβολαίμηδες τις στραβολαίμες τα στραβολαίμικα
     κλητική στραβολαίμηδες στραβολαίμες στραβολαίμικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραβολαίμης < στραβός + -ο- + λαιμός + -ης

  Επίθετο

επεξεργασία

στραβολαίμης, -α, -ικο

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραβολαίμης οι στραβολαίμηδες
      γενική του στραβολαίμη των στραβολαίμηδων
    αιτιατική τον στραβολαίμη τους στραβολαίμηδες
     κλητική στραβολαίμη στραβολαίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Jynx torquilla

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στραβολαίμης αρσενικό

  1. αυτός που ο λαιμός του είναι στραβός
    (θηλυκό στραβολαίμα)
  2. (πτηνό) πουλί με την επιστημονική ονομασία Jynx torquilla, της οικογένειας Δρυοκολαπτίδες (Picidae)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία