στερεοφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοφωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereophonic[1] [2] ή γαλλική stéréophonique[2] < αρχαία ελληνική στερεός + φωνή
Επίθετο
επεξεργασίαστερεοφωνικός
- που έχει σχέση με τη στερεοφωνία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) στερεοφωνικό
Συγγενικά
επεξεργασία- στερεοφωνικά
- → δείτε τις λέξεις στερεοφωνία, στερεός και φωνή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερεοφωνικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στερεοφωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 στερεοφωνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)