↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοφωνία οι στερεοφωνίες
      γενική της στερεοφωνίας των στερεοφωνιών
    αιτιατική τη στερεοφωνία τις στερεοφωνίες
     κλητική στερεοφωνία στερεοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεοφωνία < στερεο- + -φωνία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεοφωνία θηλυκό

  • μέθοδος αναπαραγωγής ήχου (που έχει καταγραφεί κατάλληλα, σε δύο ή περισσότερα «κανάλια»), ώστε να δημιουργείται κατά την ακρόαση η αίσθηση της προέλευσης του ακούσματος από διαφορετικά σημεία στο χώρο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία