στερεοφωνικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοφωνικά < στερεοφωνικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαστερεοφωνικά
- με στερεοφωνικό τρόπο
- ⮡ ο σταθμός εκπέμπει στερεοφωνικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοφωνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστερεοφωνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στερεοφωνικός