στερεοφωνικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοφωνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερεοφωνικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοφωνικό ουδέτερο
- συσκευή που αναπαράγει (ή και εγγράφει) μουσική, περιλαμβάνοντας κάποια απόντα παρακάτω: σιντί πλέιερ, usb, ραδιόφωνο, κασετόφωνο, ηχεία, ενισχυτή κ.λπ.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στερεοφωνικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστερεοφωνικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του στερεοφωνικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στερεοφωνικός