↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεοφωνικό τα στερεοφωνικά
      γενική του στερεοφωνικού των στερεοφωνικών
    αιτιατική το στερεοφωνικό τα στερεοφωνικά
     κλητική στερεοφωνικό στερεοφωνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεοφωνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερεοφωνικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεοφωνικό ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

στερεοφωνικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του στερεοφωνικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στερεοφωνικός