Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στασίδι τα στασίδια
      γενική του στασιδιού των στασιδιών
    αιτιατική το στασίδι τα στασίδια
     κλητική στασίδι στασίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στασίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στασίδι (τύπος του στασίδιν, στασίδιον) < αρχαία ελληνική στάσ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον > -ίδιν > -ίδι [1]
 
Σειρά από στασίδια με κλειστό το σπαστό ξύλο καθίσματος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staˈsi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐σί‐δι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στασίδι ουδέτερο

  • (θρησκεία, έπιπλο) ξύλινο κάθισμα στον τοίχο ορθόδοξης εκκλησίας, με σπαστό ξύλο καθίσματος που κλείνει και με μπράτσα σε ψηλότερο σημείο για τη στήριξη όρθιου ανθρώπου· διαφορετικά είναι τα στασίδια σε εκκλησίες άλλων δογμάτων ή σε συναγωγές
    Τα στασίδια ναών, που προορίζονται για καθήμενους και όχι για όρθιους ανθρώπους, συνήθως ξύλινα, αλλά και πέτρινα, έχουν τη μορφή πάγκου, όπως τα καθίσματα σε δικαστήρια ή τη μορφή χωριστών καθισμάτων.
 
Στασίδια με μορφή πάγκου
 
Ξύλινα στασίδια με μορφή μεμονωμένων καθισμάτων με χωρίσματα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στασίδι {{}}