στασίδιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- στασίδιον < αρχαία ελληνική στάσ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστασίδιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- στασίδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)