↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλινικός η σταλινική το σταλινικό
      γενική του σταλινικού της σταλινικής του σταλινικού
    αιτιατική τον σταλινικό τη σταλινική το σταλινικό
     κλητική σταλινικέ σταλινική σταλινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλινικοί οι σταλινικές τα σταλινικά
      γενική των σταλινικών των σταλινικών των σταλινικών
    αιτιατική τους σταλινικούς τις σταλινικές τα σταλινικά
     κλητική σταλινικοί σταλινικές σταλινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλινικός < Στάλιν + -ικός < ρωσική Сталин (Stálin) < сталь (stal, ατσάλι) < γερμανική Stahl (steel) < πρωτογερμανική *stahlą (ατσάλι) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stalinien[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

σταλινικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σταλινικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σταλινικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας