Ετυμολογία

επεξεργασία
Στάλιν <  (άμεσο δάνειο) ρωσική Сталин < сталь (ατσάλι) + -ин < γερμανική Stahl (steel) < πρωτογερμανική *stahlą (ατσάλι)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στάλιν αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία, πολιτική) ψευδώνυμο, ως ανδρικό επώνυμο, μπολσεβίκου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης
  2. ανδρικό όνομα
  3. παλαιότερο τοπωνύμιο σε διάφορες, κομμουνιστικές κυρίως, χώρες (για πόλεις, περιοχές κ.λπ.)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία