→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σπουδογέλοιος τὸ σπουδογέλοιον
      γενική τοῦ/τῆς σπουδογελοίου τοῦ σπουδογελοίου
      δοτική τῷ/τῇ σπουδογελοί τῷ σπουδογελοί
    αιτιατική τὸν/τὴν σπουδογέλοιον τὸ σπουδογέλοιον
     κλητική ! σπουδογέλοιε σπουδογέλοιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σπουδογέλοιοι τὰ σπουδογέλοι
      γενική τῶν σπουδογελοίων τῶν σπουδογελοίων
      δοτική τοῖς/ταῖς σπουδογελοίοις τοῖς σπουδογελοίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σπουδογελοίους τὰ σπουδογέλοι
     κλητική ! σπουδογέλοιοι σπουδογέλοι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπουδογελοίω τὼ σπουδογελοίω
      γεν-δοτ τοῖν σπουδογελοίοιν τοῖν σπουδογελοίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδογέλοιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπουδ(ή) + -ο- + γελοῖος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

σπουδογέλοιος, -ος, ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.