σπουδογέλοιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδογέλοιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπουδ(ή) + -ο- + γελοῖος[1]
Επίθετο
επεξεργασίασπουδογέλοιος, -ος, ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι αστείος, ευχάριστος, ελαφρός και ταυτόχρονα σοβαρός
- ΣτΕ: Σε χρήση στα παρακάτω παραθέματα, εννοείται το επάγγελμα κάποιου που ασχολείται με συγκεκριμένη κατηγορία λογοτεχνικών ειδών, όπως το σατυρικό δράμα ή έργο, ο σωκρατικός διάλογος, οι μίμοι ή τους διαλόγους σε συμπόσια ή ηθοποιός που παίζει σε σπουδαιογέλοια έργα, που συνδυάζουν το σπουδαίο και το γελοίο, σε ένα είδος αρχαίου σατυρικού έργου.
- ※ 1ος αιώνας πκε - 1ος αιώνας κε ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο 16, κεφ. 2 @perseus.tufts.edu
- ἐκ δὲ τῶν Γαδάρων Φιλόδημός τε ὁ Ἐπικούρειος καὶ Μελέαγρος καὶ Μένιππος ὁ σπουδογέλοιος καὶ Θεόδωρος ὁ καθ᾽ ἡμᾶς ῥήτωρ.
- Από τα Γάδαρα δε, καταγόταν ο Φιλόδημος ο Επικούρειος και ο Μελέαγρος και ο Μένιππος ο σπουδογέλοιος και ο Θεόδωρος, ο δικός μας, ο ρήτορας) → λείπει η μετάφραση
- ἐκ δὲ τῶν Γαδάρων Φιλόδημός τε ὁ Ἐπικούρειος καὶ Μελέαγρος καὶ Μένιππος ὁ σπουδογέλοιος καὶ Θεόδωρος ὁ καθ᾽ ἡμᾶς ῥήτωρ.
- ※ 3ος αιώνας κε Διογένης Λαέρτιος, 3ος αιώνας Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Θ 17 Ἡράκλειτος, @perseus.tufts.edu Lives of Eminent Philosophers. Diogenes Laertius. R.D. Hicks. Cambridge. Harvard University Press. 1972 (1η έκδοση 1925), Κεφ. α᾽Ἡράκλειτος)
- Γεγόνασι δ' Ἡράκλειτοι πέντε· πρῶτος αὐτὸς οὗτος· δεύτερος ποιητὴς λυρικός, ... τρίτος ἐλεγείας ποιητὴς Ἁλικαρνασσεύς, ... τέταρτος Λέσβιος, ἱστορίαν γεγραφὼς Μακεδονικήν· πέμπτος σπουδογέλοιος, ἀπὸ κιθαρῳδίας μεταβεβηκὼς εἰς τὸ εἶδος.
- Με το όνομα Ηράκλειτος υπήρχαν πέντε, πρώτος ήταν αυτός, ο δεύτερος ήταν λυρικός ποιητής, ... ο τρίτος ποιητής ελεγείας από την Αλικαρνασσό, ... ο τέταρτος από τη Λέσβο, που έγραψε Μακεδονική ιστορία, ο πέμπτος ήταν σπουδογέλοιος, έχοντας μεταβεί στο είδος αυτό από την κιθαρωδία
- Γεγόνασι δ' Ἡράκλειτοι πέντε· πρῶτος αὐτὸς οὗτος· δεύτερος ποιητὴς λυρικός, ... τρίτος ἐλεγείας ποιητὴς Ἁλικαρνασσεύς, ... τέταρτος Λέσβιος, ἱστορίαν γεγραφὼς Μακεδονικήν· πέμπτος σπουδογέλοιος, ἀπὸ κιθαρῳδίας μεταβεβηκὼς εἰς τὸ εἶδος.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σπουδαιογέλοιος (σε επιγραφή)
- σπουδόγελως
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
Πηγές
επεξεργασία- σπουδογέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.