γελοῖος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
γελοῖος < θέμα γελο- (< γελῶ,γελόω & γελάω) + -ιος [1]
Επίθετο επεξεργασία
γελοῖος, -α, -ον
- που είναι για γέλια, ο καταγέλαστος, ο γελοίος
- ο αστείος, ο ευχάριστος (όχι δηλαδή αναγκαστικά ο γελοίος)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
με παρόμοια σημασία:
- γελαστός (ο καταγέλαστος, ο άξιος για γέλια)
- γελωτοποιός
- γελοιαστής (ο γελωτοποιός στα ελληνιστικά χρόνια ή και στη μεταγενέστερη ελληνική)
- γελοιαστικός (που προκαλεί γέλια, στην ελληνιστική)
Παράγωγα επεξεργασία
παράγωγα και σύνθετα, θέμα με γελοι-
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γελοίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- γέλοιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γελοῖος, γέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.