σενάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σενάριο | τα | σενάρια |
γενική | του | σεναρίου & σενάριου |
των | σεναρίων |
αιτιατική | το | σενάριο | τα | σενάρια |
κλητική | σενάριο | σενάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σενάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scenario < λατινική scenarium < scena / scaena < αρχαία ελληνική σκηνή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασενάριο ουδέτερο
- το κείμενο που περιγράφει αναλυτικά την πλοκή, τις σκηνές και τους διαλόγους μιας κινηματογραφικής (ή τηλεοπτικής) ταινίας
- Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
- κατά προέκταση, η τέχνη της σεναριογραφίας
- Σπουδάζει σενάριο στη Νέα Υόρκη.
- η υπόθεση, η πλοκή, ο μύθος λογοτεχνικού, θεατρικού, αλλά κυρίως κινηματογραφικού έργου
- Ο λόγος του συγγραφέα είναι καθαρός, το σενάριο όμως αρκετά μπερδεμένο.
- μεταφορικά, το ψεύδος και η παραπληροφόρηση
- Ο υπουργός διέψευσε τα σενάρια περί διαφθοράς.
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σενάριο στη Βικιπαίδεια