σεναριογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεναριογράφος < σενάρι(ο) + -ο- + -γράφος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scriptwriter [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.na.ɾi.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐να‐ρι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεναριογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεναριογράφος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σεναριογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας