σελασφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σελασφόρος < αρχαία ελληνική σελασφόρος < σέλας + -φόρος (<φέρω)
Επίθετο επεξεργασία
σελασφόρος, -α / -ος, -ο
- (λόγιο) που ακτινοβολεί
- (πτηνό) γένος πτηνών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελασφόρος
|