Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεγγοβόλος η φεγγοβόλα το φεγγοβόλο
      γενική του φεγγοβόλου της φεγγοβόλας του φεγγοβόλου
    αιτιατική τον φεγγοβόλο τη φεγγοβόλα το φεγγοβόλο
     κλητική φεγγοβόλε φεγγοβόλα φεγγοβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεγγοβόλοι οι φεγγοβόλες τα φεγγοβόλα
      γενική των φεγγοβόλων των φεγγοβόλων των φεγγοβόλων
    αιτιατική τους φεγγοβόλους τις φεγγοβόλες τα φεγγοβόλα
     κλητική φεγγοβόλοι φεγγοβόλες φεγγοβόλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγοβόλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φεγγοβόλος [1]

  Επίθετο επεξεργασία

φεγγοβόλος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγοβόλος < αρχαία ελληνική φέγγ(ος) + -ο- + -βόλος

  Επίθετο επεξεργασία

φεγγοβόλος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία