φεγγοβολάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεγγοβολάω < φεγγοβολ(ώ) + επίθημα -άω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /feŋ.ɡo.voˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γο‐βο‐λά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
φεγγοβολάω
- μορφή του φεγγοβολώ
Δείτε επίσης : φεγγοβολέω |
φεγγοβολάω