σεβντάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεβντάς | οι | σεβντάδες |
γενική | του | σεβντά | των | σεβντάδων |
αιτιατική | τον | σεβντά | τους | σεβντάδες |
κλητική | σεβντά | σεβντάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεβντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sevda < αραβική سوداء (sawdāʾ: μαυρίλα, μελαγχολία), θηλυκό του أسود (’áswad, μαύρος) < ρίζα س و د (s-w-d)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεβντάς αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεβντάς
|