Ετυμολογία

επεξεργασία
sevda < αραβική سوداء (sawdāʾ), θηλυκό του أسود (’áswad: μαύρος) < ρίζα س و د (s-w-d)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sevda (tr)

  1. αγάπη
  2. σεβντάς

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία