σεβνταλίδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεβνταλίδικος < σεβνταλ(ής) + -ίδικος
Επίθετο επεξεργασία
σεβνταλίδικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σεβντάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεβνταλίδικος
|
σεβνταλίδικος, -η, -ο
|