Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεβνταλίδικος η σεβνταλίδικη το σεβνταλίδικο
      γενική του σεβνταλίδικου της σεβνταλίδικης του σεβνταλίδικου
    αιτιατική τον σεβνταλίδικο τη σεβνταλίδικη το σεβνταλίδικο
     κλητική σεβνταλίδικε σεβνταλίδικη σεβνταλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεβνταλίδικοι οι σεβνταλίδικες τα σεβνταλίδικα
      γενική των σεβνταλίδικων των σεβνταλίδικων των σεβνταλίδικων
    αιτιατική τους σεβνταλίδικους τις σεβνταλίδικες τα σεβνταλίδικα
     κλητική σεβνταλίδικοι σεβνταλίδικες σεβνταλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεβνταλίδικος < σεβνταλ(ής) + -ίδικος

  Επίθετο επεξεργασία

σεβνταλίδικος, -η, -ο

  • που έχει σχέση με τον σεβνταλή (ή τον σεβντά), ταιριάζει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία