πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρασεβντάς οι καρασεβντάδες
      γενική του καρασεβντά των καρασεβντάδων
    αιτιατική τον καρασεβντά τους καρασεβντάδες
     κλητική καρασεβντά καρασεβντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρασεβντάς < καρα- + σεβντάς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρασεβντάς αρσενικό

  1. μεγάλος σεβντάς
  2. μεγάλο ερωτικό πάθος (συνήθως ανικανοποίητο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία