καρασεβντάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρασεβντάς αρσενικό
- μεγάλος σεβντάς
- μεγάλο ερωτικό πάθος (συνήθως ανικανοποίητο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρασεβντάς
|