σακατεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σακατεμένος, μετοχή παθ. παρακειμένου του σακατεύω / σακατεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
σακατεμένος, -η, -ο
- που σακατεύτηκε, χτυπήθηκε άσχημα σε ατύχημα ή (μεταφορικά) χτυπήθηκε από τις δυσκολίες της ζωής, από ό,τι μπορεί να προκαλέσει μεγάλη φθορά, αναπηρία
- σακατεμένος απ' τα χρόνια, κι από καταχρήσεις, σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι (Κ. Καβάφης, "Πολύ σπανίως")