Ετυμολογία

επεξεργασία
σακατεύω < σακάτ(ης) + -εύω

σακατεύω

  • καθιστώ κάποιον σακάτη (ανάπηρο)
  • χτυπάω άσχημα ένα μέλος μου
    σακάτεψα το χέρι μου
  • (μεταφορικά) πληγώνω κάποιον βαθιά, του αλλάζω τη ζωή και δεν τη συνεχίζει πια με πληρότητα
    Αυτή η γυναίκα τον σακάτεψε
  • μεσοπαθητικό: σακατεύομαι, χτυπάω άσχημα, με ευθύνη δική μου ή άλλου, πονάω πολύ και ένα μέλος μου μένει για λίγο ή για πάντα ανάπηρο
    Έπεσα από την καρέκλα και σακατεύτηκα
    Κρίμα, νέο παιδί και σακατεύτηκε (σε τροχαίο, σε εργατικό ατύχημα κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία