ενεστώτας maim
γ΄ ενικό ενεστώτα maims
αόριστος maimed
παθητική μετοχή maimed
ενεργητική μετοχή maiming

maim (en)

  • στραπατσάρω, σακατεύω, τραυματίζω κάποιον σοβαρά προκαλώντας μόνιμη αναπηρία
    ⮡  A dog badly maimed him.
    Τον στραπατσάρισε άσχημα ένα σκυλί.
    ⮡  He was maimed in the war.
    Σακατεύτηκε στον πόλεμο.