σάκχαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σάκχαρ | τὰ | σάκχαρᾰ |
γενική | τοῦ | σάκχαρος | τῶν | σακχάρων |
δοτική | τῷ | σάκχαρῐ | τοῖς | σάκχαρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σάκχαρ | τὰ | σάκχαρᾰ |
κλητική ὦ! | σάκχαρᾰ | |||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάκχαρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σακχάροιν | ||
3η κλίση, όπως «σάκχαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σάκχαρ < (άμεσο δάνειο) πάλι sakkharā < σανσκριτική शर्करा (śarkarā)[1] < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα). Συγγενή: αραβική سُكَّر (sukkar) & → και δείτε sakkharā & शर्करा στο αγγλικό Βικιλεξικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σάκχαρ ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «σάκχαρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «σάκχαρ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.