σάκχαρι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σάκχαρι < → δείτε τη λέξη σάκχαρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάκχαρι, -ιτος ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή , τρόφιμο) άλλη μορφή του σάκχαρ, η ζάχαρη
- ※ καὶ μέλι τὸ καλάμινον τὸ λεγόμενον σάκχαρι (Ανώνυμος (Ψευδο-Αρριανός), Περίπλους τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης, 14, 8)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σάκχαρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.