σάκχαρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σάκχαρῐς | οἱ | σακχάρεις | ||||
γενική | τοῦ | σακχάρεως | τῶν | σακχάρεων | ||||
δοτική | τῷ | σακχάρει | τοῖς | σακχάρεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | σάκχαρῐν | τοὺς | σακχάρεις | ||||
κλητική ὦ! | σάκχαρῐ | σακχάρεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σακχάρει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σακχαρέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάκχαρις < → δείτε τη λέξη σάκχαρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάκχαρις, -εως αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , τρόφιμο) άλλη μορφή του σάκχαρ, η ζάχαρη
- ※ πισσέλαιον, σάκχαρις, στέαρ ποταμίων ἰχθύων ἐν ἡλίῳ ἀποτακὲν καὶ μιγὲν μέλιτι, <καὶ> χολαὶ δὲ πέρδικος ἀγρίας, ἰχθύος τοῦ καλλιωνύμου, σκορπίου ἰχθύος, χελώνης θαλασσίας, ὑαίνης, αἰγὸς ἀγρίας, σὺν μέλιτι πᾶσαι. (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ἁπλῶν φαρμάκων, 1, 40, 4, 6)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σάκχαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.