ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάκχαρῐς οἱ σακχάρεις
      γενική τοῦ σακχάρεως τῶν σακχάρεων
      δοτική τῷ σακχάρει τοῖς σακχάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σάκχαρῐν τοὺς σακχάρεις
     κλητική ! σάκχαρῐ σακχάρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σακχάρει
γεν-δοτ τοῖν  σακχαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάκχαρις < → δείτε τη λέξη σάκχαρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάκχαρις, -εως αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία