ρομάντζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρομάντζα | οι | ρομάντζες |
γενική | της | ρομάντζας | — | |
αιτιατική | τη | ρομάντζα | τις | ρομάντζες |
κλητική | ρομάντζα | ρομάντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρομάντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanza + -α (με επίδραση του επιθέτου ρομαντικός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρομάντζα θηλυκό
- σύνθεση ποιητική ή μουσική που διεγείρει τα συναισθήματα και χαρακτηρίζεται από λυρικότητα
- ρεμβασμός, ονειροπόληση
- ευχάριστη ρομαντική βόλτα
- τόπος ή χρόνος ιδανικός για ευχάριστη ρομαντική βόλτα
Συνώνυμα
επεξεργασία- ρομαντζάδα
- ρομαντζάρω
- → δείτε τις λέξεις ρομάντζο, ρομαντικός και Ρώμη