ρομάντζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρομάντζο | τα | ρομάντζα |
γενική | του | ρομάντζου | των | ρομάντζων |
αιτιατική | το | ρομάντζο | τα | ρομάντζα |
κλητική | ρομάντζο | ρομάντζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρομάντζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanzo < γαλλική roman < παλαιά γαλλική ɾomanz < λατινική romanice (loqui: μιλώ με τον τρόπο των Ρωμαίων) < romanicus < romanus < Roma [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾoˈmam.d͡zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐μάν‐τζo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρομάντζο ουδέτερο
- (λογοτεχνία) μυθιστορία, αφήγηση μιας ιπποτικής ερωτικής ιστορίας
- ⮡ Η γραφή του θυμίζει φτηνό ρομάντζο.
- (κατ’ επέκταση) η ιστορία ενός έρωτα
- (κατ’ επέκταση) η ερωτική σχέση
Άλλες γραφές
επεξεργασίαπαρωχημένες γραφές:
- ρομάτζο
- ρωμάντζο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρομάντζο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρομάντζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας