Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
histoire histoires

histoire (fr) θηλυκό

  1. η ιστορία
  2. το παραμύθι
    les jeunes enfants aiment bien qu'on leur raconte une histoire le soir avant de s'endormir - στα μικρά παιδιά τους αρέσει να τους λένε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθούν

Συγγενικά

επεξεργασία