Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /is.tɔ.ʁi.si.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
historicité historicités

historicité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία