ιστορικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστορικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /is.to.ɾiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστορικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιστορικού, του επιβεβαιωμένου από τις ιστορικές μαρτυρίες
- επιβεβαιώνουν οι πρόσφατες έρευνες την ιστορικότητα αυτού του προσώπου
- το να έχει κάτι μεγάλη σημασία για την ιστορία
- όλοι αισθάνθηκαν την ιστορικότητα της στιγμής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστορικότητα