λυρικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λυρικότητα θηλυκό
- ο γραπτός ή προφορικός λόγος που χαρακτηρίζεται από λυρισμό και συναισθηματισμό
- Οι ψάλτες και μουσικοί παρεμβαίνουν μουσικά, συμβάλλοντας στη λυρικότητα των κειμένων του σκιαθίτη λογοτέχνη. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λυρικότητα
→ δείτε τη λέξη λυρισμός |