ρεμέντιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεμέντιο | τα | ρεμέντια |
γενική | του | ρεμέντιου | των | ρεμέντιων |
αιτιατική | το | ρεμέντιο | τα | ρεμέντια |
κλητική | ρεμέντιο | ρεμέντια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεμέντιο < (άμεσο δάνειο) βενετική remedio < λατινική remedium
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεμέντιο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) πρόχειρη θεραπεία στο πλαίσιο της λαϊκής ιατρικής· γιατροσόφι, γιατρικό
- ※ Τα ρεμέντια της Αριάνθης περιλαμβάνανε αφεψήματα βοτάνων, όπως χαμομήλια, φασκόμηλα, μολοχάντια, φλισκούνια, μέλισσα, δυόσμο, ρίγανη και άλλα. Για τις βαριές εμπύρετες καταστάσεις κομπρέσσες με δυνατό γλυκάδι στο κούτελο
- Γεώργιος Ι. Φαλαγγάς, «Το παρθεναγωγείο και τα ρεμέντια της Αριάνθης», Στενιώτικα (έκδοση Συνδέσμου Στενιωτών Άνδρου), τόμ. Α΄ (Αθήνα: Δεκέμβριος 1985) σ. 88. Στον ιστότοπο steniotes.gr· πρόσβαση: 2021-06-17
- ※ Τα ρεμέντια της Αριάνθης περιλαμβάνανε αφεψήματα βοτάνων, όπως χαμομήλια, φασκόμηλα, μολοχάντια, φλισκούνια, μέλισσα, δυόσμο, ρίγανη και άλλα. Για τις βαριές εμπύρετες καταστάσεις κομπρέσσες με δυνατό γλυκάδι στο κούτελο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) μπάλωμα ρούχου ή επιδιόρθωση αντικειμένου· αποκατάσταση, διόρθωση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005), λήμμα «ρεμέντιο».