φλισκούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλισκούνι | τα | φλισκούνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φλισκούνι | τα | φλισκούνια |
κλητική | φλισκούνι | φλισκούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλισκούνι (ορθογραφική απλοποίηση) < φλησκούνι < μεσαιωνική ελληνική φλησκούνιν / βλησκούνιον < αρχαία ελληνική βλήχων / βληχώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλισκούνι ουδέτερο
- (φυτό) αρωματικό και τονωτικό βότανο (μίνθη η χνοώδης - mentha pubescens ή μίνθη η υδροχαρής - mentha aquatica)
- Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα / κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο. (Από το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» (1976) σε στίχους Νίκου Γκάτσου)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φλισκούνι