ρεβένι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεβένι | τα | ρεβένια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρεβένι | τα | ρεβένια |
κλητική | ρεβένι | ρεβένια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεβένι < αρωμουνική riveni / rivene (terrain accidenté: ανώμαλο / δύσβατο / κακοτράχαλο έδαφος)[1] < σλαβικής προέλευσης равен (ráven) / раван / ravan (επίπεδος, ίσιος, πεδιάδα) < πρωτοσλαβική *orvьnъ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾeˈve.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐βέ‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεβένι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ανώμαλο έδαφος, πλαγιά
- ※ Ἐπήραμεν τὸν κατήφορον καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρία ρέματα, ἐπεράσαμεν πολλὰ πλάγια καὶ ρεβένια κ᾿ ἐχώθημεν τέσσαρας φορὰς εἰς τὴν λάσπην. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὰ Βενέτικα, 1912)
- (ιδιωματικό) ποικιλία καπνού καλής ποιότητας, που καλλιεργείται σε επικλινή και ορεινά εδάφη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεβένι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ riveni, rivene - Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014, σελ.879@archive.org
Πηγές
επεξεργασία- Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σελ. 61, λήμμα ρεβένια.
- ρεβένι - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .